μορίη

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Russian (Dvoretsky)

μορίη:
I Anth. f к μόριος.
II (ῑ) ἡ ион. = *μορία.