μορυχώτερον

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

μορυχώτερον (Α)
επίρρ. πιο σκοτεινά, σκοτεινότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο επίθ. μόρυχος].