μορφομετρικός

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. «μορφομετρική ανάλυση»
(γεωμορφ.) ποσοτική περιγραφή και γεωμετρική ανάλυση που εφαρμόζεται, στα πλαίσια της γεωμορφολογίας, σε ένα ιδιαίτερο είδος γεωμορφής ή σε λεκάνες απορροής, αλλ. μορφομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morphometric (< μορφή + μετρικός)].