μοσχέλαιον
English (LSJ)
τό, oil scented with musk, Paul.Aeg.7.20 (pl.).
Greek Monolingual
μοσχέλαιον, τὸ (Μ)
έλαιο αρωματισμένο με το αρωματικό φυτό μόσχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο)- + ἔλαιον.
τό, oil scented with musk, Paul.Aeg.7.20 (pl.).
μοσχέλαιον, τὸ (Μ)
έλαιο αρωματισμένο με το αρωματικό φυτό μόσχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο)- + ἔλαιον.