μουντζούρης

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69

Greek Monolingual

και μουτζούρης και μουζούρης, ο μουντζούρα
1. άνθρωπος μουντζουρωμένος, λερωμένος με μουντζούρα
2. μτφ. ντροπιασμένος
3. διασκεδαστικό παιχνίδι της τράπουλας, κατά το οποίο ο χαμένος υποχρεώνεται να υποστεί μουντζούρωμα στο πρόσωπο.