μουσόφιλος

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
λάτρης τών γραμμάτων και τών τεχνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + φίλος].