μπακίρι

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
1. ο χαλκός
2. στον πληθ. τα μπακίρια
τα χάλκινα μαγειρικά σκεύη, αλλ. τα μπακιρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bakir].