μπαλέτο

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

το
1. είδος σκηνικής παράστασης με χορό, ως κύριο στοιχείο της, μουσική και παντομίμα
2. είδος καλλιτεχνικού χορού με διάφορες «φιγούρες»
3. μουσική σύνθεση για παρόμοια παράσταση
4. καλλιτεχνικό συγκρότημα, θίασος εκτελεστών παρόμοιας παράστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. balletto, υποκορ. του ballo «χορός» (πρβλ. και λ. μπάλος) λατ. ballo, -āre «χορεύω»].