μπιζέλι

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

το
ο καρπός της μπιζελιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. pis-ello, υποκορ. του λατ. pisum «πίσον < ελλ. πίσον «είδος φυτού»].