μπλούζα

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

η
1. ένδυμα που καλύπτει το επάνω μέρος του σώματος
2. εξωτερικό ευρύχωρο ένδυμα εργασίας εργατών, μαθητών, γιατρών, νοσοκόμων, ερευνητών εργαστηρίων χημείας ή φυσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. blouse, άγνωστης προέλευσης].