μποδίζω

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

Greek Monolingual

εμποδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐμποδίζω < ἐμπόδιον].