μπούτι

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source

Greek Monolingual

το
1. μηρός ανθρώπου ή ζώου, μερί.
2. φρ. «μπλέξαμε τα μπούτια μας», βρισκόμαστε σε πλήρη σύγχυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. but].