μπρατσάρισμα
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
το μπρατσάρω
ναυτ. το τράβηγμα και δέσιμο του σχοινιού το οποίο διευθετεί την κεραία ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου, η τακτοποίηση τών κεραιών του ιστιοφόρου και τών ιστίων που κρέμονται από αυτές για να ξεκινήσει το πλοίο, κερούλκηση.