μυελομαλακία

Greek Monolingual

η
ιατρ. μαλάκυνση του νωτιαίου μυελού λόγω ισχαιμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelomalacie (< μυελός + μαλακία < μαλακός)].