μυκητοειδής

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με μύκητα («μυκητοειδείς θηλές της γλώσσας»)
2. ιατρ. χαρακτηρισμός καταστάσεων του δέρματος, όπως είναι οι διάφορες εξελκώσεις, που παρουσιάζουν εκβλαστήσεις οι οποίες θυμίζουν μύκητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, -ητος + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].