Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυκητοειδής

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με μύκητα («μυκητοειδείς θηλές της γλώσσας»)
2. ιατρ. χαρακτηρισμός καταστάσεων του δέρματος, όπως είναι οι διάφορες εξελκώσεις, που παρουσιάζουν εκβλαστήσεις οι οποίες θυμίζουν μύκητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, -ητος + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].