μυκητοστατικός

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

και μυκοστατικός, -ή, -ό
(φαρμ.) αυτός που δρα κατά τών μυκήτων και αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycostatic (< μύκης «μύκητας» + στατικός)].