τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
ομυλίτης λίθος, μυλόπετρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1797 στον Σ. Βλαντή].