μυοκάρδιο

From LSJ

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source

Greek Monolingual

το
ανατ. η μεσαία, μυϊκή, στιβάδα του καρδιακού τοιχώματος, η οποία απαρτίζει τον κοίλο καρδιακό μυ, το συσταλτό στοιχείο της καρδιάς, και η οποία επενδύεται εσωτερικά από το ενδοκάρδιο και καλύπτεται εξωτερικά από το επικάρδιο, έχει δε δύο ιστούς με καλά διαφοροποιημένη λειτουργία: τον συσταλτό ιστό, που πραγματοποιεί την καρδιακή συστολή, και τον ειδικό ερεθισματαγωγό ιστό, που εκλύει την καρδιακή συστολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myocarde (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + καρδία)].