μυομερίδιο

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

το
(συγκρ. ανατ.) συν. στον πληθ. τα μυομερίδια
τα μεταμερή τμήματα που αποτελούν το μυϊκό σύστημα τών κατώτερων κυρίως σπονδυλωτών, ενώ στα ανώτερα σπονδυλωτά διατηρούνται σε μερικά μόνο τμήματα του σώματος, π. χ. στους μεσοπλεύριους μυς.