μυριόφυλλο

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

Greek Monolingual

το (Α μυριόφυλλον)
νεοελλ.
βοτ. γένος υδρόβιων φυτών με σπονδυλωτά φύλλα, της οικογένειας αλοραγίδες
αρχ.
μτγν. είδος υδρόβιου φυτού, πιθ. το υδρόφυλλον το σφονδυλωτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + φύλλον.