μυστικώς

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

Greek Monolingual

(ΑΜ μυστικῶς)
επίρρ. βλ. μυστικός.