μυόσωτον

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source

Greek Monolingual

μυόσωτον, τὸ (Α)
το ποώδες φυτό αλσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μυοσωτίς κατά τα ουδ. σε -ον].

German (Pape)

τό, = μυοσωτίς.