μόρφων

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek (Liddell-Scott)

μόρφων: -ωνος, ὁ, ὑποκριτής, Ἰγνάτ. Ἐπίσκ. Μαγνησιεῦσιν σ. 144, = 53, ἔκδ. Γενεύης 1623.

Greek Monolingual

μόρφων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που προσποιείται αισθήματα τα οποία δεν έχει, υποκριτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + κατάλ. -ων (πρβλ. θεράπων)].