κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
SourceGerman (Pape)
[Seite 230] aor. act. u. pass. zu ναίω, w. s.
Greek Monotonic
νάσθην: Επικ. αντί ἐνάσθην, Παθ. αόρ. αʹ του ναίω Α.
Russian (Dvoretsky)
νάσθην: эп. aor. med.-pass. к ναίω.