νέμημα

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source

Greek Monolingual

νέμημα, τὸ (Α)
αμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νέμη- του νέμω (πρβλ. νέμησις, νεμητής), βλ. και λ. νέμω.