νέμησις

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέμησις Medium diacritics: νέμησις Low diacritics: νέμησις Capitals: ΝΕΜΗΣΙΣ
Transliteration A: némēsis Transliteration B: nemēsis Transliteration C: nemisis Beta Code: ne/mhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (νέμω)
A distribution, τοῦ χωρίου Is.9.17; τῶν κοινῶν Phld.Rh.2.125 S.; οὐσίας Poll.8.135; βασιλείας J.AJ17.11.1; χρημάτων Hld.1.19, cf. Charito 3.7.
II (νέμω A.11) land in occupation, area, territory, Μουνιχίας IG12.894, cf.462 (prob.).
2 (νέμω B.1.2c) spreading, Aret.CA1.9.

German (Pape)

[Seite 239] ἡ, 1) das Weiden (?). – 2) das Verteilen; χωρίου, Isae. 9, 17, v.l. νέμεσις, τῶν εἰλημμένων, Mel. 5, 31; Plut. Symp. 2, 10, 2, oft.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
distribution, répartition ; largesse.
Étymologie: νέμω.

Greek (Liddell-Scott)

νέμησις: ἡ, (νέμω) διανομή, ἐν τῇ νεμήσει τοῦ χωρίου Ἰσαῖ. 76. 26 (ἄλλοτε ἐφέρετο νεμέσει)· «νέμησις οὐσίας, διαίρεσις, διακλήρωσις» Πολυδ. Η΄, 135. ΙΙ. (νέμω Β. Ι. 2) ἐξάπλωσις, ἐπέκτασις, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 9.

Russian (Dvoretsky)

νέμησις: εως ἡ распределение, раздача (τοῦ χωρίου Isae.; πομπαὶ καὶ νεμήσεις καὶ χοροί Plut.).