νίφαργος

From LSJ

νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers

Source

Greek Monolingual

(I)
ο
ζωολ. γένος αμφίποδων καρκινοειδών της οικογένειας gammaridae.
(II)
νίφαργος, -ον (Α)
βλ. νιφαργής.