Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
ναίεσκον: Ιων. παρατ. του ναίω.
ναίεσκον: эп. impf. iter. к ναίω I.