ναίεσκον

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

Greek Monotonic

ναίεσκον: Ιων. παρατ. του ναίω.

Russian (Dvoretsky)

ναίεσκον: эп. impf. iter. к ναίω I.