ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent
ναρκότης, ἡ (Μ)1. νάρκωση, νάρκη2. μτφ. νωθρότητα, αδράνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη, κατά τα θηλ. σε -ότης].