ναρκότης

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

ναρκότης, ἡ (Μ)
1. νάρκωση, νάρκη
2. μτφ. νωθρότητα, αδράνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη, κατά τα θηλ. σε -ότης].