αδράνεια

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

η (Α ἀδράνεια) ἀδρανής
1. απραξία, έλλειψη δραστηριότητας, αδυναμία
2. (Φυσ.). η ιδιότητα των υλικών σωμάτων να αντιστέκονται σε ό,τι επιχειρεί να μεταβάλει την κατάσταση στην οποία βρίσκονται (π.χ. να τά θέσει σε κίνηση όταν ακινητούν), να μεταβάλει την ταχύτητα τους (κατά μέτρο ή διεύθυνση), αν ήδη κινούνται, ή τέλος να μεταβάλει το ηλεκτρικό ρεύμα που περνά από αυτά ή το ηλεκτρικό φορτίο που έχουν.