ναυμαχικός

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source

German (Pape)

[Seite 231] ή, όν, die Seeschlacht betreffend, Hesych.

Russian (Dvoretsky)

ναυμᾰχικός: относящийся к морским битвам, военно-морской Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ναυμαχικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ναυμαχίαν χρήσιμος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 68.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α ναυμαχικός, -ή, -όν) ναύμαχος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ναυμαχία ή σε ναυμάχους ή αυτός που είναι χρήσιμος σε ναυμαχία.