ναυπάθεια

From LSJ

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056

Greek Monolingual

η
η ναυτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. naupathia (< ναῦς «πλοίο» + -πάθεια < -παθής < πάσχω)].