νεκρικῶς

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
comme un mort.
Étymologie: νεκρικός.

Russian (Dvoretsky)

νεκρικῶς: как у мертвеца: ν. τὴν χροίαν ἔχειν Luc. быть мертвенно-бледным.