νεκροδοχείον

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source

Greek Monolingual

νεκροδοχεῖον, τὸ (Α)
τόπος όπου θέτουν τους νεκρούς, τάφος, μνημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + δοχεῖον (πρβλ. μελανοδοχείον)].