νεκροφιλία

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

η
(ψυχιατρ.) γενετήσια διαστροφή που συνίσταται στην ικανοποίηση της σεξουαλικής επιθυμίας με πτώματα, αλλ. βαμπιρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrophilia < necro- (< νεκρός) + -philia (< -φιλία < -φίλος < φίλος)].