νεκρόδεγμος

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

νεκρόδεγμος, -ον (Μ)
νεκροδέγμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δεγμος (< δέχομαι)].

German (Pape)

νεκροδέγμων, Sp.