νεκρόδεγμος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Greek Monolingual
νεκρόδεγμος, -ον (Μ)
νεκροδέγμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δεγμος (< δέχομαι)].
German (Pape)
= νεκροδέγμων, Sp.