νεκρόζωος

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek (Liddell-Scott)

νεκρόζωος: -ον, καὶ νεκρὸς καὶ ζῶν, ἡμιθανής, «μισοζώντανος», Νικήτ. Εὐγ. 3. 355.

Greek Monolingual

νεκρόζωος, -ον (Μ)
ημιθανής, νεκροζώντανος, μισοπεθαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- -ζωος (< ζωή), πρβλ. ολιγόζωος].