νεοθαλής
English (LSJ)
v. νεοθηλής.
German (Pape)
[Seite 241] ές, frisch, neu grünend, sprossend, übte., αἰσχύνη, Eur. I. A. 188, Suid. erkl. νεωστὶ βλαστήσασα, neu entstanden. – Aber νεοθαλής s. unter νεοθηλής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dor. c. νεοθηλής².
Russian (Dvoretsky)
νεοθᾱλής: дор. Eur. = νεοθηλής II.
Greek (Liddell-Scott)
νεοθᾱλής: ἴδε ἐν λέξ. νεοθηλής.
English (Slater)
νεοθᾱλής newly blossomed νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ pr. (N. 9.48)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
νεοθᾱλής: Δωρ. αντί νεο-θηλής.
Mantoulidis Etymological
ἀντί νεοθηλής (=αὐτός πού μόλις ἄρχισε νά βλαστάνει). Συνώνυμο μέ τό νεηθαλής. Ἀπό τό νέος + θάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη νέος.