νεύρωσις

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεύρωσις: ἡ, ἐνίσχυσις, Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμ. στ. 1337.