νηματουργός

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source

Greek Monolingual

ο
1. ειδικευμένος τεχνίτης ο οποίος ασχολείται με την κατασκευή και επεξεργασία νημάτων
2. ιδιοκτήτης ή διευθυντής νηματουργείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπ. Ζαμπέλιο].