νομιμοφροσύνη

Greek Monolingual

η
η συμμόρφωση και υπακοή στους νόμους, το να σκέπτεται και να ενεργεί κανείς σύμφωνα με τους νόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομιμόφρων. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].