νομιμόφρων
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek Monolingual
νομιμόφρων, -ον, αρσ. και νομιμόφρονας
αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζει σύμφωνα με αυτά που παραγγέλλουν οι νόμοι.
επίρρ...
νομιμοφρόνως
με νομιμοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμιμος + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων. Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. του γαλλ. legitimiste και μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].