νομισματόλιθος
From LSJ
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
Greek Monolingual
ο
(παλαιοντ.) γένος ριζόποδων πρωτοζώων που έχουν εκλείψει, αλλ. νουμμουλίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση του γαλλ. nummulithes < λατ. nummulus, υποκορ. του nummus «νόμισμα» + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].