ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
νοσάζομαι: (νόσος) ἀσθενῶ, ἀντίθετ. τῷ ὑγιάζομαι, Ἀριστ. Φυσ. 5. 5, 5· διάφ. γραφ. νοσίζεσθαι.
νοσάζομαι: заболевать Arst.