νοσηλία

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

Greek (Liddell-Scott)

νοσηλία: ἡ, ἀσθένεια, νόσος, παρ’ Ἰωσήπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 34.