νοσοτυφώ
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
νοσοτυφῶ, -έω (Α)
νοσηλεύομαι με τρυφηλό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -τυφῶ (< τῦφος «αλαζονεία, ματαιοδοξία»)].