νοσοτυφώ

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

νοσοτυφῶ, -έω (Α)
νοσηλεύομαι με τρυφηλό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -τυφῶ (< τῦφος «αλαζονεία, ματαιοδοξία»)].