νοστιμιά

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source

Greek Monolingual

η νόστιμος
1. νοστιμάδα
2. συν. στον πληθ. οι νοστιμιές
νόστιμα, εύγευστα εδέσματα («μάς προσέφερε ένα σωρό νοστιμιές»).