νοστιμιά

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

η νόστιμος
1. νοστιμάδα
2. συν. στον πληθ. οι νοστιμιές
νόστιμα, εύγευστα εδέσματα («μάς προσέφερε ένα σωρό νοστιμιές»).