ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
η νόστιμος1. νοστιμάδα2. συν. στον πληθ. οι νοστιμιέςνόστιμα, εύγευστα εδέσματα («μάς προσέφερε ένα σωρό νοστιμιές»).