ντάμε

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

(I)
ντάμε και τάμε, ὁ (Μ)
(στη φρ.) «τάμε ὁ Θεός»
Κύριος ο Θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. dame (πρβλ. γαλλ. damedeu)].
(II)
ντάμε και τάμεν (Μ)
(σύνδ.) όμως, εν τούτοις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. dame (πρβλ. λατ. famer)].