Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
(I)ντάμε και τάμε, ὁ (Μ)(στη φρ.) «τάμε ὁ Θεός»Κύριος ο Θεός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. dame (πρβλ. γαλλ. damedeu)]. (II)ντάμε και τάμεν (Μ)(σύνδ.) όμως, εν τούτοις.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. dame (πρβλ. λατ. famer)].