νυκτηγορώ

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source

Greek Monolingual

νυκτηγορῶ, -έω (Α)
ανακοινώνω ή προτείνω κάτι κατά τη διάρκεια νυχτερινής συνάθροισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -ηγορῶ (< -ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. δημ-ηγορώ. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].