νυκτοπερπατάρης

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

νυκτοπερπατάρης, ό (Μ)
αυτός που κυκλοφορεί τη νύχτα, ο νυχτοπερπατητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτοπερ(ι)πατῶ + κατάλ. -άρης].