νυκτοπερπατάρης

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

νυκτοπερπατάρης, ό (Μ)
αυτός που κυκλοφορεί τη νύχτα, ο νυχτοπερπατητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτοπερ(ι)πατῶ + κατάλ. -άρης].